ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Τα δικά μου Χριστούγεννα
Ξυπνάω και νιώθω το κρύο να τρυπάει την κουβέρτα με την οποία είμαι κουκουλωμένη. Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω έξω το δρόμο. Έχει αρχίσει να χιονίζει. Τα δόντια μου τρίζουν από το κρύο… Τυλίγω πιο σφιχτά την κουβέρτα γύρω μου. Δεν θέλω να σηκωθώ, αλλά πρέπει, πρέπει να βγω στην αγορά… στα μαγαζιά.
Αναστενάζω και σηκώνομαι. Πλένω το πρόσωπό μου και ντύνομαι όσο πιο ζεστά μπορώ. Φοράω τα γάντια και το σκουφάκι μου ενώ το κασκόλ καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου μου. Αφού έχω ετοιμαστεί αρχίζω να προχωράω στους χιονισμένους δρόμους της πόλης.
Καθώς προχωράω παρατηρώ τα πρόσωπα των ανθρώπων που περνάνε από δίπλα μου. Οι περισσότεροι είναι μαζί με τις οικογένειες τους και γελάνε με την ευτυχία που έχει σχηματιστεί στα πρόσωπα των παιδιών του. Τα παιδιά κρατάν σακούλες στα χέρια τους, πολύχρωμες, άλλες μεγάλες και άλλες μικρές. Τα πρόσωπά τους καλυμμένα με τα σκουφάκια και τα κασκόλ τους αφήνουν μόνο τις κατακόκκινες μυτούλες τους εκτεθειμένες στο κρύο.
Βρίσκομαι λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία. Εκεί που υπάρχουν τα περισσότερα μαγαζιά και συχνάζει ο περισσότερος κόσμος. Έχω απορροφηθεί τόσο πολύ από τις εικόνες που με περιτριγυρίζουν που αργώ να συνειδητοποιήσω πως το στομάχι μου παραπονιέται, επειδή δεν έχω φάει τίποτε από το πρωί. Βγάζω από τις τσέπες μου μερικά ψηλά και μπαίνω σε ένα φούρνο. Οι μυρωδιές κατακλύζουν τα ρουθούνια μου. Ζεστά τσουρέκια, τυρόπιτες που έχουν μόλις βγει από το φούρνο και πολλά άλλα λαχταριστά αρτοσκευάσματα χορεύουν γύρω από τα μάτια μου.
-Παρακαλώ, τι θα θέλατε; Με ρωτάει η υπάλληλος.
Μου παίρνει λίγη ώρα να συνέλθω τελείως από το λήθαργο μου και να της απαντήσω σχεδόν ψιθυρίζοντας.
-Ένα κουλούρι...
Το παίρνω και αφού την πληρώσω συνεχίζω το δρόμο μου. Το κουλούρι ζεστό και νόστιμο διώχνει αμέσως την πείνα μου. Πλησιάζω τα μαγαζιά και ξαφνικά νιώθω σαν μαγεμένη. Ένα τρενάκι κάνει το γύρω μιας βιτρίνας ενώ σε κάποιες άλλες μερικές κούκλες ποζάρουν μπροστά στα αθώα μάτια των μικρών παιδιών.
Ακούω το κλάμα κάποιου. Είναι ένα μικρό κοριτσάκι που παρακαλάει τη μητέρα της να της αγοράσει μια όμορφη κούκλα με μακριά σγουρά μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια, ενώ είναι ντυμένη με ένα μεταξωτό φόρεμα και φοράει ένα δαντελωτό καπέλο. Η μητέρα της αρνείται και την τραβάει, αλλά η μικρή αντιστέκεται, ξέρει τι θέλει και θα κάνει τα πάντα για να το αποκτήσει.
Αναστενάζω, γυρίζω την πλάτη μου και συνεχίζω, ψάχνοντας για το κατάλληλο μαγαζί. Παράλληλα παρατηρώ πως πολλά μαγαζιά δεν έχουν ανοίξει καθόλου ενώ άλλα έχουν μια κίτρινη πινακίδα στην πόρτα τους.
-Πωλείται, διαβάζω στενοχωρημένη.
Πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος μέσα σε ένα χρόνο από τότε που ήμουν και εγώ ένα αθώο μικρό κοριτσάκι που ξυπνούσε το πρωί και έτρεχε στην αγκαλιά της μητέρας της για να γευτεί τις υπέροχες γεύσεις της. Όλα αυτά όμως αποτελούν πλέον ανάμνηση. Παρ’ όλα αυτά οι αναμνήσεις είναι αυτές που μου δίνουν τη δύναμη να συνεχίσω, αυτές και η θέληση μου για ζωή… μια θέληση που δεν μου επιτρέπει να τα παρατήσω, μια θέληση που μου ψιθυρίζει κάθε βράδυ κάτω από το φως των αστεριών πως όλα θα καλυτερεύσουν.
Κάθομαι στο πάτωμα μπροστά από ένα μαγαζί και βγάζω το σκισμένο μου σκούφο. Σκύβω το κεφάλι μου και ζητιανεύω… λίγα χρήματα και λίγη αγάπη από τους περαστικούς.
{Καρατησίδου Βέρα}
Νυχτερινός ουρανός
Παρατηρώντας τ’ αστέρια να φλέγονται                                                                   μέσα στα μαύρα πέπλα της νύχτας…                                                                                          σ’ έναν απέραντο ουρανό χωρίς αρχή και τέλος                                                                μια μικρή καρδιά παραμονεύει,                                                                                         μαγεμένη από την ομορφιά του ολόγιομου φεγγαριού                                                και την ανάσα της νυχτός                                                                                                       που χαϊδεύει απαλά τα γαλανά της μάτια.                                                                                Για μια αγκαλιά παρακαλεί                                                                                                      το φωτεινό εκείνο αστέρι,                                                                                                      να της πραγματοποιήσει την ευχή                                                                                              και να της δώσει την αγάπη που προσμένει.  {Καρατησίδου Βέρα}